Colin Thompson
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μανθάνω»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
μανθάνω, μανθάνεις, μανθάνει, μανθάνομεν, μανθάνετε, μανθάνουσι(ν)
Υποτακτική
μανθάνω, μανθάνῃς, μανθάνῃ, μανθάνωμεν, μανθάνητε, μανθάνωσι(ν)
Ευκτική
μανθάνοιμι, μανθάνοις, μανθάνοι, μανθάνοιμεν, μανθάνοιτε, μανθάνοιεν
Προστακτική
---, μάνθανε, μανθανέτω, ---, μανθάνετε, μανθανόντων (ή μανθανέτωσαν)
Απαρέμφατο
μανθάνειν
Μετοχή
μανθάνων, μανθάνουσα, μανθάνον
Παρατατικός
Οριστική
ἐμάνθανον, ἐμάνθανες, ἐμάνθανε, ἐμανθάνομεν, ἐμανθάνετε, ἐμάνθανον
Μέλλοντας
Οριστική
μαθήσομαι, μαθήσῃ/μαθήσει, μαθήσεται, μαθησόμεθα, μαθήσεσθε, μαθήσονται
Ευκτική
μαθησοίμην, μαθήσοιο, μαθήσοιτο, μαθησοίμεθα, μαθήσοισθε, μαθήσοιντο
Απαρέμφατο
μαθήσεσθαι
Μετοχή
μαθησόμενος
μαθησομένη
μαθησόμενον
Αόριστος Β΄
Οριστική
ἔμαθον, ἔμαθες, ἔμαθε(ν), ἐμάθομεν, ἐμάθετε, ἔμαθον
Υποτακτική
μάθω, μάθῃς, μάθῃ, μάθωμεν, μάθητε, μάθωσι(ν)
Ευκτική
μάθοιμι, μάθοις, μάθοι, μάθοιμεν, μάθοιτε, μάθοιεν
Προστακτική
---, μάθε, μαθέτω, ---, μάθετε, μαθόντων (ή μαθέτωσαν)
Απαρέμφατο
μαθεῖν
Μετοχή
μαθών, μαθοῦσα, μαθόν
Παρακείμενος
Οριστική
μεμάθηκα, μεμάθηκας, μεμάθηκε, μεμαθήκαμεν, μεμαθήκατε, μεμαθήκασι(ν)
Υποτακτική
μεμαθηκώς- μεμαθηκυῖα- μεμαθηκός ὦ
μεμαθηκώς- μεμαθηκυῖα- μεμαθηκός ᾖς
μεμαθηκώς- μεμαθηκυῖα- μεμαθηκός ᾖ
μεμαθηκότες- μεμαθηκυῖαι- μεμαθηκότα ὦμεν
μεμαθηκότες- μεμαθηκυῖαι- μεμαθηκότα ἦτε
μεμαθηκότες- μεμαθηκυῖαι- μεμαθηκότα ὦσι
Ευκτική
μεμαθηκώς- μεμαθηκυῖα- μεμαθηκός εἴην
μεμαθηκώς- μεμαθηκυῖα- μεμαθηκός εἴης
μεμαθηκώς- μεμαθηκυῖα- μεμαθηκός εἴη
μεμαθηκότες- μεμαθηκυῖαι- μεμαθηκότα εἴημεν (εἶμεν)
μεμαθηκότες- μεμαθηκυῖαι- μεμαθηκότα εἴητε (εἶτε)
μεμαθηκότες- μεμαθηκυῖαι- μεμαθηκότα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---
μεμαθηκώς- μεμαθηκυῖα- μεμαθηκός ἴσθι
μεμαθηκώς- μεμαθηκυῖα- μεμαθηκός ἔστω
---
μεμαθηκότες- μεμαθηκυῖαι- μεμαθηκότα ἔστε
μεμαθηκότες- μεμαθηκυῖαι- μεμαθηκότα ἔστων
Απαρέμφατο
μεμαθηκέναι
Μετοχή
μεμαθηκώς- μεμαθηκυῖα- μεμαθηκός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐμεμαθήκειν, ἐμεμαθήκεις, ἐμεμαθήκει, ἐμεμαθήκεμεν, ἐμεμαθήκετε, ἐμεμαθήκεσαν
Μέση φωνή
Στη μέση φωνή σχηματίζει μόνο τύπους του Ενεστώτα (Οριστική, Υποτακτική, Μετοχή)
Ενεστώτας
Οριστική
μανθάνομαι, μανθάνῃ/μανθάνει, μανθάνεται, μανθανόμεθα, μανθάνεσθε, μανθάνονται
Υποτακτική
μανθάνωμαι, μανθάνῃ, μανθάνηται, μανθανώμεθα, μανθάνησθε, μανθάνωνται
Μετοχή
μανθανόμενος, μανθανομένη, μανθανόμενον
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μανθάνω»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
μανθάνω, μανθάνεις, μανθάνει, μανθάνομεν, μανθάνετε, μανθάνουσι(ν)
μανθάνω, μανθάνῃς, μανθάνῃ, μανθάνωμεν, μανθάνητε, μανθάνωσι(ν)
μανθάνοιμι, μανθάνοις, μανθάνοι, μανθάνοιμεν, μανθάνοιτε, μανθάνοιεν
Προστακτική
---, μάνθανε, μανθανέτω, ---, μανθάνετε, μανθανόντων (ή μανθανέτωσαν)
Απαρέμφατο
μανθάνειν
Μετοχή
μανθάνων, μανθάνουσα, μανθάνον
Παρατατικός
Οριστική
ἐμάνθανον, ἐμάνθανες, ἐμάνθανε, ἐμανθάνομεν, ἐμανθάνετε, ἐμάνθανον
Μέλλοντας
Οριστική
μαθήσομαι, μαθήσῃ/μαθήσει, μαθήσεται, μαθησόμεθα, μαθήσεσθε, μαθήσονται
μαθησοίμην, μαθήσοιο, μαθήσοιτο, μαθησοίμεθα, μαθήσοισθε, μαθήσοιντο
Απαρέμφατο
μαθήσεσθαι
Μετοχή
μαθησόμενος
μαθησομένη
μαθησόμενον
Αόριστος Β΄
Οριστική
ἔμαθον, ἔμαθες, ἔμαθε(ν), ἐμάθομεν, ἐμάθετε, ἔμαθον
μάθω, μάθῃς, μάθῃ, μάθωμεν, μάθητε, μάθωσι(ν)
μάθοιμι, μάθοις, μάθοι, μάθοιμεν, μάθοιτε, μάθοιεν
Προστακτική
---, μάθε, μαθέτω, ---, μάθετε, μαθόντων (ή μαθέτωσαν)
Απαρέμφατο
μαθεῖν
μαθών, μαθοῦσα, μαθόν
Παρακείμενος
Οριστική
μεμάθηκα, μεμάθηκας, μεμάθηκε, μεμαθήκαμεν, μεμαθήκατε, μεμαθήκασι(ν)
Υποτακτική
μεμαθηκώς- μεμαθηκυῖα- μεμαθηκός ὦ
μεμαθηκώς- μεμαθηκυῖα- μεμαθηκός ᾖς
μεμαθηκότες- μεμαθηκυῖαι- μεμαθηκότα ὦμεν
Ευκτική
μεμαθηκώς- μεμαθηκυῖα- μεμαθηκός εἴην
Προστακτική
---
μεμαθηκώς- μεμαθηκυῖα- μεμαθηκός ἴσθι
μεμαθηκώς- μεμαθηκυῖα- μεμαθηκός ἔστω
---
μεμαθηκότες- μεμαθηκυῖαι- μεμαθηκότα ἔστε
Απαρέμφατο
μεμαθηκέναι
Μετοχή
μεμαθηκώς- μεμαθηκυῖα- μεμαθηκός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐμεμαθήκειν, ἐμεμαθήκεις, ἐμεμαθήκει, ἐμεμαθήκεμεν, ἐμεμαθήκετε, ἐμεμαθήκεσαν
Στη μέση φωνή σχηματίζει μόνο τύπους του Ενεστώτα (Οριστική, Υποτακτική, Μετοχή)
Οριστική
μανθάνομαι, μανθάνῃ/μανθάνει, μανθάνεται, μανθανόμεθα, μανθάνεσθε, μανθάνονται
μανθάνωμαι, μανθάνῃ, μανθάνηται, μανθανώμεθα, μανθάνησθε, μανθάνωνται
μανθανόμενος, μανθανομένη, μανθανόμενον
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου