Κυριάκος Ευθυμίου «Η Κρύπτη»
Απόμακρος
καθίσταμαι.
Ενδύομαι το πρόσωπο που είμαι.
Έγκλειστος
με το παράθυρο ανοιχτό.
Ν’ αναπνέουν οι μνήμες οι σκληρές,
που διαμένουν στις ρωγμές της ζωής μου.
Τριγύρω τα δέντρα κατάφορτα δάκρυα
που αργοκυλούν διαρκώς προς τα πίσω.
Γυρνούν με παράπονο στα βάθη του νου
να βρούνε στην κρύπτη τη μαύρη πληγή⸱
να την πνίξουν.
Κυριάκος Ευθυμίου, Κυρτός Αλατοπώλης, Εκδόσεις Εντευκτηρίου, 2015
Η θέληση του ατόμου να απαλλαγεί από τις βαθύτερες πηγές του ψυχικού του πόνου, το ωθεί στην ανάγκη της εσωτερικής αναζήτησης προκειμένου να τις εντοπίσει και να τις αντιμετωπίσει. Όπως προκύπτει, όμως, από τον τίτλο του ποιήματος, η αναζήτηση αυτή δεν είναι εύκολη, καθώς η «μαύρη πληγή» που ταλανίζει το ποιητικό υποκείμενο βρίσκεται σε μια «Κρύπτη» στα βάθη του νου του.
«Απόμακρος
καθίσταμαι.
Ενδύομαι το πρόσωπο που είμαι.»
Το ποιητικό υποκείμενο χρειάζεται να παραμείνει σε απόσταση από τους άλλους, ώστε να μπορέσει να συγκεντρωθεί στον εαυτό του και σε ό,τι θα αποτελέσει μια επίπονη διαδικασία ενδοσκόπησης. Θα χρειαστεί, συνάμα, να «ενδυθεί» το πραγματικό του πρόσωπο και όχι εκείνο που χρησιμοποιεί στο πλαίσιο των διαπροσωπικών του σχέσεων. Απόλυτα ευάλωτος και απόλυτα ειλικρινής σχετικά με την ταυτότητά του, θα κληθεί να αναζητήσει σε βάθος -ψυχής και χρόνου- τις αιτίες του πόνου του.
«Έγκλειστος
με το παράθυρο ανοιχτό.
Ν’ αναπνέουν οι μνήμες οι σκληρές,
που διαμένουν στις ρωγμές της ζωής μου.»
Σε πλήρη απομόνωση το ποιητικό υποκείμενο, αφήνει, ωστόσο, το παράθυρο του σπιτιού -ή της ψυχής του- ανοιχτό, για να μπορούν να αναπνέουν οι επώδυνες μνήμες που διαβιούν στις «ρωγμές», στις εξαιρετικά σκληρές στιγμές της ζωής του. Η ανάκληση των επώδυνων αναμνήσεων, όπως και η σταδιακή αναψηλάφησή τους, συνιστούν μια εξαιρετικά απαιτητική διαδικασία, εφόσον το ποιητικό υποκείμενο εξαναγκάζεται να τις αναβιώσει και να αισθανθεί εκ νέου τον πόνο που τις συνοδεύει. Η επαφή αυτή με τα επώδυνα βιώματα του παρελθόντος αποτελεί ένα αναγκαίο βήμα προκειμένου να κατανοήσει ο ποιητής ποια από τις «ρωγμές» αυτές συνεχίζει να του προκαλεί πόνο, αποτρέποντάς τον από το να βιώσει τη ζητούμενη αίσθηση γαλήνης και ευδαιμονίας.
«Τριγύρω τα δέντρα κατάφορτα δάκρυα
που αργοκυλούν διαρκώς προς τα πίσω.»
Το ποιητικό υποκείμενο παρά την απόσταση που διατηρεί από τους άλλους ανθρώπους δεν είναι μόνο του στην επίπονη αυτή διαδικασία. Η φύση βρίσκεται πλάι του και είναι πρόθυμη να του προσφέρει τη βοήθειά της. Τα δέντρα γύρω από τον ποιητή είναι γεμάτα δάκρυα που κατά τρόπο απρόσμενο δεν κινούνται προς τα κάτω, αλλά προς τα πίσω, σε μια πορεία που τα οδηγεί στο εσωτερικό των δέντρων και στον εσωτερικό κόσμο του ίδιου του ποιητή. Η ταύτιση του ποιητή με τα δέντρα που τον περιβάλλουν φανερώνει την αδιάσπαστη επαφή του ατόμου με τη φύση και την αδιάκοπη μεταξύ τους επικοινωνία.
«Γυρνούν με παράπονο στα βάθη του νου
να βρούνε στην κρύπτη τη μαύρη πληγή⸱
να την πνίξουν.»
Τα δάκρυα των δέντρων -και κατ’ επέκταση του ποιητή- δεν εξωτερικεύονται˙ στρέφονται προς τα μέσα και επιδίδονται σε μια προσπάθεια να εντοπίσουν την κρύπτη, στην οποία βρίσκεται η «μαύρη πληγή» που τόσο ταλανίζει τον ποιητή. Σκοπός των προσωποποιημένων δακρύων είναι να «πνίξουν» την πληγή αυτή και να προσφέρουν στο ποιητικό υποκείμενο τη ζητούμενη ψυχική του ίαση. Η προσπάθειά τους που υποδηλώνει την ανάγκη του ατόμου να απαλλαγεί οριστικά από την ψυχική εκείνη πληγή που του προκαλεί συνεχή πόνο μένει ανοιχτή ως προς το αποτέλεσμά της. Ο ποιητής παρουσιάζει την κίνηση των δακρύων, αλλά αφήνει σκόπιμα αμφίσημο το κλείσιμο του ποιήματος. Τα θεραπευτικά δάκρυα ενδεχομένως να εντόπισαν την κρύπτη ενδεχομένως όμως και όχι. Η πάλη, άλλωστε, με τον ψυχικό πόνο δεν είναι ποτέ εύκολη και δεν έχει πάντοτε μια οριστική κατάληξη.
Ερμηνευτικό σχόλιο
Να παρουσιάσετε τη συναισθηματική διαδικασία που βιώνει το ποιητικό υποκείμενο, αξιοποιώντας τους κειμενικούς δείκτες. (150-200 λέξεις)
Το ποιητικό υποκείμενο προχωρά σε μια διαδικασία ενδοσκόπησης, αναζητώντας τη «μαύρη» εκείνη «πληγή» που έχει υπονομεύσει την ψυχολογική του κατάσταση, ώστε να την «πνίξει» και να ανακτήσει τη συναισθηματική του ισορροπία. Σε α΄ ενικό πρόσωπο το ποιητικό υποκείμενο καταγράφει την προσπάθεια ενδοσκόπησης που απαιτεί μια προσωρινή περίοδο απομόνωσης («απόμακρος καθίσταμαι»), καθώς αποτελεί μια προσωπική διαδικασία. Η προσπάθεια αυτή απαιτεί, συνάμα, την αναγνώριση και αποδοχή της πραγματικής ταυτότητας του ατόμου («ενδύομαι το πρόσωπο που είμαι»), όπως και μια οδυνηρή αναμέτρηση με τα βιώματα του παρελθόντος («ν’ αναπνέουν οι μνήμες οι σκληρές»). Όπως αποτυπώνεται με τη χρήση μιας αντίθεσης, το ποιητικό υποκείμενο παραμένει «έγκλειστο» στον εαυτό του, αλλά με το «παράθυρο» της ψυχής του ανοιχτό, προκειμένου να καταστεί εφικτή η διερεύνηση των «ρωγμών» του παρελθόντος. Ο εντοπισμός, εντούτοις, του επώδυνου βιώματος, της «μαύρης πληγής», όπως μεταφορικά την προσδιορίζει ο ποιητής, δεν είναι εύκολος, καθώς, όπως τονίζεται και στον τίτλο του ποιήματος, βρίσκεται σε κάποια «κρύπτη» στα βάθη του νου. Έτσι, στη διαδικασία αυτή καλείται να συμμετάσχει ενεργά κι η φύση, όπως αυτό διαφαίνεται με την προσωποποίηση των δέντρων, τα δάκρυα των οποίων θα αποτελέσουν το μέσο για την εξουδετέρωση της πληγής που ταλανίζει τον ποιητή. Η μητρική αυτή παρέμβαση της φύσης επιτρέπει στα δάκρυα να ακολουθήσουν μια κίνηση προς τα έσω, ώστε να εντοπίσουν την «πληγή» και να προσφέρουν λύτρωση στον ποιητή.
[Λέξεις: 220]
Απόμακρος
καθίσταμαι.
Ενδύομαι το πρόσωπο που είμαι.
Έγκλειστος
με το παράθυρο ανοιχτό.
Ν’ αναπνέουν οι μνήμες οι σκληρές,
που διαμένουν στις ρωγμές της ζωής μου.
Τριγύρω τα δέντρα κατάφορτα δάκρυα
που αργοκυλούν διαρκώς προς τα πίσω.
Γυρνούν με παράπονο στα βάθη του νου
να βρούνε στην κρύπτη τη μαύρη πληγή⸱
να την πνίξουν.
Κυριάκος Ευθυμίου, Κυρτός Αλατοπώλης, Εκδόσεις Εντευκτηρίου, 2015
Η θέληση του ατόμου να απαλλαγεί από τις βαθύτερες πηγές του ψυχικού του πόνου, το ωθεί στην ανάγκη της εσωτερικής αναζήτησης προκειμένου να τις εντοπίσει και να τις αντιμετωπίσει. Όπως προκύπτει, όμως, από τον τίτλο του ποιήματος, η αναζήτηση αυτή δεν είναι εύκολη, καθώς η «μαύρη πληγή» που ταλανίζει το ποιητικό υποκείμενο βρίσκεται σε μια «Κρύπτη» στα βάθη του νου του.
«Απόμακρος
καθίσταμαι.
Ενδύομαι το πρόσωπο που είμαι.»
Το ποιητικό υποκείμενο χρειάζεται να παραμείνει σε απόσταση από τους άλλους, ώστε να μπορέσει να συγκεντρωθεί στον εαυτό του και σε ό,τι θα αποτελέσει μια επίπονη διαδικασία ενδοσκόπησης. Θα χρειαστεί, συνάμα, να «ενδυθεί» το πραγματικό του πρόσωπο και όχι εκείνο που χρησιμοποιεί στο πλαίσιο των διαπροσωπικών του σχέσεων. Απόλυτα ευάλωτος και απόλυτα ειλικρινής σχετικά με την ταυτότητά του, θα κληθεί να αναζητήσει σε βάθος -ψυχής και χρόνου- τις αιτίες του πόνου του.
«Έγκλειστος
με το παράθυρο ανοιχτό.
Ν’ αναπνέουν οι μνήμες οι σκληρές,
που διαμένουν στις ρωγμές της ζωής μου.»
Σε πλήρη απομόνωση το ποιητικό υποκείμενο, αφήνει, ωστόσο, το παράθυρο του σπιτιού -ή της ψυχής του- ανοιχτό, για να μπορούν να αναπνέουν οι επώδυνες μνήμες που διαβιούν στις «ρωγμές», στις εξαιρετικά σκληρές στιγμές της ζωής του. Η ανάκληση των επώδυνων αναμνήσεων, όπως και η σταδιακή αναψηλάφησή τους, συνιστούν μια εξαιρετικά απαιτητική διαδικασία, εφόσον το ποιητικό υποκείμενο εξαναγκάζεται να τις αναβιώσει και να αισθανθεί εκ νέου τον πόνο που τις συνοδεύει. Η επαφή αυτή με τα επώδυνα βιώματα του παρελθόντος αποτελεί ένα αναγκαίο βήμα προκειμένου να κατανοήσει ο ποιητής ποια από τις «ρωγμές» αυτές συνεχίζει να του προκαλεί πόνο, αποτρέποντάς τον από το να βιώσει τη ζητούμενη αίσθηση γαλήνης και ευδαιμονίας.
«Τριγύρω τα δέντρα κατάφορτα δάκρυα
που αργοκυλούν διαρκώς προς τα πίσω.»
Το ποιητικό υποκείμενο παρά την απόσταση που διατηρεί από τους άλλους ανθρώπους δεν είναι μόνο του στην επίπονη αυτή διαδικασία. Η φύση βρίσκεται πλάι του και είναι πρόθυμη να του προσφέρει τη βοήθειά της. Τα δέντρα γύρω από τον ποιητή είναι γεμάτα δάκρυα που κατά τρόπο απρόσμενο δεν κινούνται προς τα κάτω, αλλά προς τα πίσω, σε μια πορεία που τα οδηγεί στο εσωτερικό των δέντρων και στον εσωτερικό κόσμο του ίδιου του ποιητή. Η ταύτιση του ποιητή με τα δέντρα που τον περιβάλλουν φανερώνει την αδιάσπαστη επαφή του ατόμου με τη φύση και την αδιάκοπη μεταξύ τους επικοινωνία.
«Γυρνούν με παράπονο στα βάθη του νου
να βρούνε στην κρύπτη τη μαύρη πληγή⸱
να την πνίξουν.»
Τα δάκρυα των δέντρων -και κατ’ επέκταση του ποιητή- δεν εξωτερικεύονται˙ στρέφονται προς τα μέσα και επιδίδονται σε μια προσπάθεια να εντοπίσουν την κρύπτη, στην οποία βρίσκεται η «μαύρη πληγή» που τόσο ταλανίζει τον ποιητή. Σκοπός των προσωποποιημένων δακρύων είναι να «πνίξουν» την πληγή αυτή και να προσφέρουν στο ποιητικό υποκείμενο τη ζητούμενη ψυχική του ίαση. Η προσπάθειά τους που υποδηλώνει την ανάγκη του ατόμου να απαλλαγεί οριστικά από την ψυχική εκείνη πληγή που του προκαλεί συνεχή πόνο μένει ανοιχτή ως προς το αποτέλεσμά της. Ο ποιητής παρουσιάζει την κίνηση των δακρύων, αλλά αφήνει σκόπιμα αμφίσημο το κλείσιμο του ποιήματος. Τα θεραπευτικά δάκρυα ενδεχομένως να εντόπισαν την κρύπτη ενδεχομένως όμως και όχι. Η πάλη, άλλωστε, με τον ψυχικό πόνο δεν είναι ποτέ εύκολη και δεν έχει πάντοτε μια οριστική κατάληξη.
Ερμηνευτικό σχόλιο
Να παρουσιάσετε τη συναισθηματική διαδικασία που βιώνει το ποιητικό υποκείμενο, αξιοποιώντας τους κειμενικούς δείκτες. (150-200 λέξεις)
Το ποιητικό υποκείμενο προχωρά σε μια διαδικασία ενδοσκόπησης, αναζητώντας τη «μαύρη» εκείνη «πληγή» που έχει υπονομεύσει την ψυχολογική του κατάσταση, ώστε να την «πνίξει» και να ανακτήσει τη συναισθηματική του ισορροπία. Σε α΄ ενικό πρόσωπο το ποιητικό υποκείμενο καταγράφει την προσπάθεια ενδοσκόπησης που απαιτεί μια προσωρινή περίοδο απομόνωσης («απόμακρος καθίσταμαι»), καθώς αποτελεί μια προσωπική διαδικασία. Η προσπάθεια αυτή απαιτεί, συνάμα, την αναγνώριση και αποδοχή της πραγματικής ταυτότητας του ατόμου («ενδύομαι το πρόσωπο που είμαι»), όπως και μια οδυνηρή αναμέτρηση με τα βιώματα του παρελθόντος («ν’ αναπνέουν οι μνήμες οι σκληρές»). Όπως αποτυπώνεται με τη χρήση μιας αντίθεσης, το ποιητικό υποκείμενο παραμένει «έγκλειστο» στον εαυτό του, αλλά με το «παράθυρο» της ψυχής του ανοιχτό, προκειμένου να καταστεί εφικτή η διερεύνηση των «ρωγμών» του παρελθόντος. Ο εντοπισμός, εντούτοις, του επώδυνου βιώματος, της «μαύρης πληγής», όπως μεταφορικά την προσδιορίζει ο ποιητής, δεν είναι εύκολος, καθώς, όπως τονίζεται και στον τίτλο του ποιήματος, βρίσκεται σε κάποια «κρύπτη» στα βάθη του νου. Έτσι, στη διαδικασία αυτή καλείται να συμμετάσχει ενεργά κι η φύση, όπως αυτό διαφαίνεται με την προσωποποίηση των δέντρων, τα δάκρυα των οποίων θα αποτελέσουν το μέσο για την εξουδετέρωση της πληγής που ταλανίζει τον ποιητή. Η μητρική αυτή παρέμβαση της φύσης επιτρέπει στα δάκρυα να ακολουθήσουν μια κίνηση προς τα έσω, ώστε να εντοπίσουν την «πληγή» και να προσφέρουν λύτρωση στον ποιητή.
[Λέξεις: 220]
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου