Forgotten Romance by Naxart Studio
Θουκυδίδη Ιστορία Βιβλίο 3. Κεφάλαια
71-73 (Κλίση ουσιαστικών – επιθέτων – μετοχών - αντωνυμιών)
Ενικός αριθμός (επίθετο β΄ κλίσης)
ὁ Κερκυραῖος
- τοῦ Κερκυραίου - τῷ Κερκυραίῳ - τόν Κερκυραῖον - (ὦ) Κερκυραῖε
ἡ Κερκυραία - τῆς Κερκυραίας - τῇ Κερκυραίᾳ - τήν Κερκυραίαν - (ὦ) Κερκυραία
τό Κερκυραῖον - τοῦ Κερκυραίου - τῷ Κερκυραίῳ - τό Κερκυραῖον - (ὦ) Κερκυραῖον
Πληθυντικός αριθμός (επίθετο β΄ κλίσης)
οἱ Κερκυραῖοι
- τῶν Κερκυραίων - τοῖς Κερκυραίοις - τούς Κερκυραίους - (ὦ) Κερκυραῖοι
αἱ Κερκυραῖαι - τῶν Κερκυραίων - ταῖς Κερκυραίαις - τάς Κερκυραίας - (ὦ) Κερκυραῖαι
τά Κερκυραῖα - τῶν Κερκυραίων - τοῖς Κερκυραίοις - τά Κερκυραῖα - (ὦ) Κερκυραῖα
Ενικός αριθμός (επίθετο β΄ κλίσης)
ὁ Ἀθηναῖος
- τοῦ Ἀθηναίου - τῷ Ἀθηναίῳ - τόν Ἀθηναῖον - (ὦ) Ἀθηναῖε
ἡ Ἀθηναία - τῆς Ἀθηναίας - τῇ Ἀθηναίᾳ - τήν Ἀθηναίαν - (ὦ) Ἀθηναία
τό Ἀθηναῖον - τοῦ Ἀθηναίου - τῷ Ἀθηναίῳ - τό Ἀθηναῖον - (ὦ) Ἀθηναῖον
Πληθυντικός αριθμός (επίθετο β΄ κλίσης)
οἱ Ἀθηναῖοι
- τῶν Ἀθηναίων - τοῖς Ἀθηναίοις - τούς Ἀθηναίους - (ὦ) Ἀθηναῖοι
αἱ Ἀθηναῖαι - τῶν Ἀθηναίων - ταῖς Ἀθηναίαις - τάς Ἀθηναίας - (ὦ) Ἀθηναῖαι
τά Ἀθηναῖα - τῶν Ἀθηναίων - τοῖς Ἀθηναίοις - τά Ἀθηναῖα - (ὦ) Ἀθηναῖα
Ενικός αριθμός (δεικτική αντωνυμία)
οὗτος
- τούτου - τούτῳ
- τοῦτον - (ὦ) οὗτος
αὕτη - ταύτης - ταύτῃ - ταύτην - (ὦ) αὕτη
τοῦτο
- τούτου - τούτῳ
- τοῦτο - ---
Πληθυντικός αριθμός
οὗτοι -
τούτων - τούτοις - τούτους
αὗται - τούτων - ταύταις - ταύτας
ταῦτα -
τούτων - τούτοις - ταῦτα
Ενικός αριθμός (ανώμαλο ουσιαστικό)
ἡ ναῦς
- τῆς νεώς - τῇ νηί - τήν ναῦν - (ὦ) ναῦ
Πληθυντικός αριθμός
αἱ νῆες - τῶν νεῶν - ταῖς ναυσί(ν) - τάς ναῦς - (ὦ) νῆες
Ενικός αριθμός (αόριστη επιμεριστική αντωνυμία)
μηδέτερος - μηδετέρου - μηδετέρῳ - μηδέτερον
μηδετέρα - μηδετέρας - μηδετέρᾳ - μηδετέραν
μηδέτερον - μηδετέρου - μηδετέρῳ - μηδέτερον
Πληθυντικός αριθμός
μηδέτεροι - μηδετέρων - μηδετέροις - μηδετέρους
μηδέτεραι - μηδετέρων - μηδετέραις - μηδετέρας
μηδέτερα - μηδετέρων - μηδετέροις - μηδέτερα
Ενικός (υπερθετικός του επιθέτου ἀγαθός)
ὁ βέλτιστος, τοῦ βελτίστου, τῷ βελτίστῳ, τόν βέλτιστον, (ὦ) βέλτιστε
ἡ βελτίστη, τῆς βελτίστης, τῇ βελτίστῃ, τήν βελτίστην, (ὦ) βελτίστη
τό βέλτιστον, τοῦ βελτίστου, τῷ βελτίστῳ, τό βέλτιστον, (ὦ) βέλτιστον
Πληθυντικός
οἱ βέλτιστοι, τῶν βελτίστων, τοῖς βελτίστοις, τούς βελτίστους, (ὦ) βέλτιστοι
αἱ βέλτισται, τῶν βελτίστων, ταῖς βελτίσταις, τάς βελτίστας, (ὦ) βέλτισται
τά
βέλτιστα, τῶν βελτίστων, τοῖς βελτίστοις, τά βέλτιστα, (ὦ) βέλτιστα
Ενικός (υπερθετικός του επιθέτου ὀλιγον)
ὁ ἥκιστος, τοῦ ἡκίστου, τῷ ἡκίστῳ, τόν ἥκιστον, (ὦ) ἥκιστε
ἡ ἡκίστη, τῆς ἡκίστης, τῇ ἡκίστῃ, τήν ἡκίστην, (ὦ) ἡκίστη
τό ἥκιστον, τοῦ ἡκίστου, τῷ ἡκίστῳ, τό ἥκιστον, (ὦ) ἥκιστον
Πληθυντικός
οἱ ἥκιστοι, τῶν ἡκίστων, τοῖς ἡκίστοις, τούς ἡκίστους, (ὦ) ἥκιστοι
αἱ ἥκισται, τῶν ἡκίστων, ταῖς ἡκίσταις, τάς ἡκίστας, (ὦ) ἥκισται
τά ἥκιστα, τῶν ἡκίστων, τοῖς ἡκίστοις, τά ἥκιστα, (ὦ) ἥκιστα
Το ἥκιστα (πληθυντικό ουδετέρου, υπερθετικού) σε
επιρρηματική χρήση = ελάχιστα
Ενικός αριθμός (απόλυτο αριθμητικό)
εἷς
- ἑνός - ἑνί - ἕνα
μία - μιᾶς - μιᾷ - μίαν
ἓν - ἑνός - ἑνί - ἕν
Ενικός αριθμός (α΄ κλίση)
ἡ γνώμη - τῆς γνώμης - τῇ γνώμῃ - τήν γνώμην - (ὦ) γνώμη
Πληθυντικός αριθμός
αἱ γνῶμαι - τῶν γνωμῶν - ταῖς γνώμαις - τάς γνώμας - (ὦ) γνῶμαι
Πληθυντικός αριθμός (α΄ κλίση)
αἱ Ἀθῆναι
- τῶν Ἀθηνῶν - ταῖς Ἀθήναις - τάς Ἀθήνας - (ὦ) Ἀθῆναι
Ενικός αριθμός (ανώμαλο)
ὁ
πρεσβευτής - τοῦ πρεσβευτοῦ - τῷ πρεσβευτῇ - τόν πρεσβευτήν - (ὦ) πρεσβευτά
Πληθυντικός αριθμός
οἱ πρέσβεις - τῶν πρέσβεων - τοῖς πρέσβεσι(ν) - τούς πρέσβεις - (ὦ) πρέσβεις
Αρσενικό (μετοχή Ενεστώτα του ἡσυχάζω)
ὁ ἡσυχάζων, τοῦ ἡσυχάζοντος, τῷ ἡσυχάζοντι, τόν ἡσυχάζοντα, ὦ ἡσυχάζων
οἱ ἡσυχάζοντες, τῶν ἡσυχαζόντων, τοῖς ἡσυχάζουσι, τούς ἡσυχάζοντας, ὦ ἡσυχάζοντες
Θηλυκό
ἡ ἡσυχάζουσα, τῆς ἡσυχαζούσης, τῇ ἡσυχαζούσῃ, τήν ἡσυχάζουσαν, ὦ ἡσυχάζουσα
αἱ ἡσυχάζουσαι, τῶν ἡσυχαζουσῶν, ταῖς ἡσυχαζούσαις, τάς ἡσυχαζούσας, ὦ ἡσυχάζουσαι
Ουδέτερο
τό
ἡσυχάζον, τοῦ ἡσυχάζοντος, τῷ ἡσυχάζοντι, τό ἡσυχάζον, ὦ ἡσυχάζον
τά ἡσυχάζοντα, τῶν ἡσυχαζόντων, τοῖς ἡσυχάζουσι, τά ἡσυχάζοντα, ὦ ἡσυχάζοντα
Ενικός αριθμός (αόριστη επιμεριστική αντωνυμία)
μηδείς - μηδενός - μηδενί - μηδένα
μηδεμία - μηδεμιᾶς - μηδεμιᾷ - μηδεμίαν
μηδέν - μηδενός - μηδενί - μηδέν
Πληθυντικός αριθμός
μηδένες - μηδένων - μηδέσι(ν) – μηδένας
Ενικός αριθμός (αόριστη αντωνυμία)
αρσ. και θηλ.
τὶς
- τινὸς ή του - τινὶ ή τῳ - τινὰ
ουδέτ.
τὶ
- τινὸς ή του - τινὶ ή τῳ - τὶ
Πληθυντικός αριθμός
αρσ. και θηλ.
τινὲς
- τινῶν - τισὶ(ν) - τινὰς
ουδέτ.
τινὰ ή ἄττα - τινῶν - τισὶ(ν) - τινὰ ή ἄττα
Ενικός αριθμός (επίθετο β΄ κλίσης)
ὁ ἡ ἀνεπιτήδειος - τοῦ τῆς ἀνεπιτηδείου - τῷ τῇ ἀνεπιτηδείῳ - τὸν τὴν ἀνεπιτήδειον - (ὦ) ἀνεπιτήδειε
τό
ἀνεπιτήδειον - τοῦ ἀνεπιτηδείου - τῷ ἀνεπιτηδείῳ - τό ἀνεπιτήδειον - (ὦ) ἀνεπιτήδειον
Πληθυντικός αριθμός
οἱ αἱ ἀνεπιτήδειοι - τῶν ἀνεπιτηδείων - τοῖς ταῖς ἀνεπιτηδείοις - τοὺς τὰς ἀνεπιτηδείους - (ὦ) ἀνεπιτήδειοι
τά
ἀνεπιτήδεια - τῶν ἀνεπιτηδείων - τοῖς ἀνεπιτηδείοις - τά ἀνεπιτήδεια - (ὦ) ἀνεπιτήδεια
Ενικός αριθμός (α΄ κλίση)
ἡ ἐπιστροφή - τῆς ἐπιστροφῆς - τῇ ἐπιστροφῇ - τήν ἐπιστροφήν - (ὦ) ἐπιστροφή
Πληθυντικός αριθμός
αἱ ἐπιστροφαί - τῶν ἐπιστροφῶν - ταῖς ἐπιστροφαῖς - τάς ἐπιστροφάς - (ὦ) ἐπιστροφαί
Αρσενικό (μετοχή Παρακειμένου του πράττομαι)
ὁ
πεπραγμένος, τοῦ πεπραγμένου, τῷ πεπραγμένῳ, τόν πεπραγμένον, ὦ πεπραγμένε
οἱ πεπραγμένοι, τῶν πεπραγμένων, τοῖς πεπραγμένοις, τούς πεπραγμένους, ὦ πεπραγμένοι
Θηλυκό
ἡ
πεπραγμένη, τῆς πεπραγμένης, τῇ πεπραγμένῃ, τήν πεπραγμένην, ὦ πεπραγμένη
αἱ πεπραγμέναι, τῶν πεπραγμένων, ταῖς πεπραγμέναις, τάς πεπραγμένας, ὦ πεπραγμέναι
Ουδέτερο
τό πεπραγμένον, τοῦ πεπραγμένου, τῷ πεπραγμένῳ, τό πεπραγμένον, ὦ πεπραγμένον
τά
πεπραγμένα, τῶν πεπραγμένων, τοῖς πεπραγμένοις, τά πεπραγμένα, ὦ πεπραγμένα
Ενικός αριθμός (α΄ κλίση)
ἡ Αἴγινα
- τῆς Αἰγίνης - τῇ Αἰγίνῃ - τήν Αἴγιναν - (ὦ) Αἴγινα
Ενικός αριθμός (αναφορική αντωνυμία)
ὅσος - ὅσου - ὅσῳ - ὅσον
ὅση - ὅσης - ὅσῃ - ὅσην
ὅσον - ὅσου - ὅσῳ - ὅσον
Πληθυντικός αριθμός
ὅσοι - ὅσων - ὅσοις - ὅσους
ὅσαι - ὅσων - ὅσαις - ὅσας
ὅσα - ὅσων - ὅσοις - ὅσα
Ενικός αριθμός (επίθετο β΄ κλίσης από το λείπω)
ὁ
λοιπός - τοῦ λοιποῦ - τῷ λοιπῷ - τόν λοιπόν - (ὦ) λοιπέ
ἡ λοιπή - τῆς λοιπῆς - τῇ λοιπῇ - τήν λοιπήν - (ὦ) λοιπή
τό
λοιπόν - τοῦ λοιποῦ - τῷ λοιπῷ - τό λοιπόν - (ὦ) λοιπόν
Πληθυντικός αριθμός
οἱ λοιποί - τῶν λοιπῶν - τοῖς λοιποῖς - τούς λοιπούς - (ὦ) λοιποί
αἱ λοιπαί - τῶν λοιπῶν - ταῖς λοιπαῖς - τάς λοιπάς - (ὦ) λυπαί
τά λοιπά - τῶν λοιπῶν - τοῖς λοιποῖς - τά λοιπά - (ὦ) λοιπά
Ενικός αριθμός (επίθετο β΄ κλίσης)
ὁ
πολέμιος - τοῦ πολεμίου - τῷ πολεμίῳ - τόν πολέμιον - (ὦ) πολέμιε
ἡ πολεμία - τῆς πολεμίας - τῇ πολεμίᾳ - τήν πολεμίαν - (ὦ) πολεμία
τό πολέμιον - τοῦ πολεμίου - τῷ πολεμίῳ - τό πολέμιον - (ὦ) πολέμιον
Πληθυντικός αριθμός
οἱ πολέμιοι - τῶν πολεμίων - τοῖς πολεμίοις - τούς πολεμίους - (ὦ) πολέμιοι
αἱ πολέμιαι - τῶν πολεμίων - ταῖς πολεμίαις - τάς πολεμίας - (ὦ) πολέμιαι
τά πολέμια - τῶν πολεμίων - τοῖς πολεμίοις - τά πολέμια - (ὦ) πολέμια
Ενικός (συγκριτικός του επιθέτου πολύς)
ὁ
πλείων, τοῦ πλείονος, τῷ πλείονι, τόν πλείονα /πλείω, (ὦ) πλεῖον
ἡ πλείων, τῆς πλείονος, τῇ πλείονι, τήν πλείονα /πλείω, (ὦ) πλεῖον
τό
πλέον, τοῦ πλείονος, τῷ πλείονι, τό πλέον, (ὦ) πλέον
Πληθυντικός
οἱ πλείονες /πλείους, τῶν πλειόνων, τοῖς πλείοσι(ν), τούς πλείονας /πλείους, (ὦ) πλείονες /πλείους
αἱ πλείονες /πλείους, τῶν πλειόνων, ταῖς πλείοσι(ν), τάς πλείονας /πλείους, (ὦ) πλείονες /πλείους
τά πλείονα /πλείω, τῶν πλειόνων, τοῖς πλείοσι(ν), τά πλείονα /πλείω, (ὦ) πλείονα /πλείω
Ενικός αριθμός (γ΄ κλίση)
τό
πρᾶγμα - τοῦ πράγματος - τῷ πράγματι - τό πρᾶγμα - (ὦ) πρᾶγμα
Πληθυντικός αριθμός
τά
πράγματα - τῶν πραγμάτων - τοῖς πράγμασι(ν) - τά πράγματα - (ὦ) πράγματα
Ενικός αριθμός (γ΄ κλίση)
ἡ
τριήρης - τῆς τριήρους - τῇ τριήρει - τήν τριήρη - (ὧ) τριῆρες
Πληθυντικός αριθμός
αἱ τριήρεις - τῶν τριήρων - ταῖς τριήρεσι - τάς τριήρεις - (ὧ) τριήρεις
Ενικός αριθμός (β΄ κλίση)
ὁ δῆμος
- τοῦ δήμου - τῷ δήμῳ - τόν δῆμον - (ὦ) δῆμε
Πληθυντικός αριθμός
οἱ δῆμοι - τῶν δήμων - τοῖς δήμοις - τούς δήμους - (ὦ) δῆμοι
Ενικός αριθμός (γ΄ κλίση)
ἡ νύξ - τῆς νυκτός - τῇ νυκτί - τήν νύκτα - (ὦ) νύξ
Πληθυντικός αριθμός
αἱ νύκτες - τῶν νυκτῶν - ταῖς νυξί(ν) - τάς νύκτας - (ὦ) νύκτες
Ενικός αριθμός (γ΄ κλίση)
ἡ ἀκρόπολις - τῆς ἀκροπόλεως - τῇ ἀκροπόλει - τήν ἀκρόπολιν - (ὦ) ἀκρόπολι
Πληθυντικός αριθμός
αἱ ἀκροπόλεις - τῶν ἀκροπόλεων - ταῖς ἀκροπόλεσι(ν) - τάς ἀκροπόλεις - (ὦ) ἀκροπόλεις
Ενικός αριθμός (γ΄ κλίση)
ἡ πόλις - τῆς πόλεως - τῇ πόλει - τήν πόλιν - (ὦ) πόλι
Πληθυντικός αριθμός
αἱ πόλεις - τῶν πόλεων - ταῖς πόλεσι(ν) - τάς πόλεις - (ὦ) πόλεις
Ενικός αριθμός (επαναληπτική αντωνυμία)
αὐτός
- αὐτοῦ - αὐτῷ - αὐτόν
αὐτή - αὐτῆς - αὐτῇ - αὐτήν
αὐτό - αὐτοῦ - αὐτῷ - αὐτό
Πληθυντικός αριθμός
αὐτοί
- αὐτῶν - αὐτοῖς - αὐτούς
αὐταί - αὐτῶν - αὐταῖς - αὐτάς
αὐτά - αὐτῶν - αὐτοῖς - αὐτά
Ενικός αριθμός (γ΄ κλίση)
ὁ λιμήν - τοῦ λιμένος - τῷ λιμένι - τόν λιμένα - (ὦ) λιμήν
Πληθυντικός αριθμός
οἱ λιμένες - τῶν λιμένων - τοῖς λιμέσι(ν) - τούς λιμένας - (ὦ) λιμένες
Ενικός αριθμός (β΄ κλίση)
ὁ Ὑλλαϊκός - τοῦ Ὑλλαϊκοῦ - τῷ Ὑλλαϊκῷ - τόν Ὑλλαϊκόν - (ὦ) Ὑλλαϊκέ
Ενικός αριθμός (ανώμαλο επίθετο)
ὁ πολύς - τοῦ πολλοῦ - τῷ πολλῷ - τόν πολύν - (ὦ) πολύ
ἡ πολλή - τῆς πολλῆς - τῇ πολλῇ - τήν πολλήν - (ὦ) πολλή
τό πολύ - τοῦ πολλοῦ - τῷ πολλῷ - τό πολύ - (ὦ) πολύ
Πληθυντικός αριθμός
οἱ πολλοί - τῶν πολλῶν - τοῖς πολλοῖς - τούς πολλούς - (ὦ) πολλοί
αἱ πολλαί - τῶν πολλῶν - ταῖς πολλαῖς - τάς πολλάς - (ὦ) πολλαί
τά πολλά - τῶν πολλῶν - τοῖς πολλοῖς - τά πολλά - (ὦ) πολλά
Ενικός αριθμός (επίθετο β΄ κλίσης)
ὁ ἡ μετέωρος - τοῦ τῆς μετεώρου - τῷ τῇ μετεώρῳ - τὸν τὴν μετέωρον - (ὦ) μετέωρε
τό
μετέωρον - τοῦ μετεώρου - τῷ μετεώρῳ - τό μετέωρον - (ὦ) μετέωρον
Πληθυντικός αριθμός
οἱ αἱ μετέωροι - τῶν μετεώρων - τοῖς ταῖς μετεώροις - τοὺς τὰς μετεώρους - (ὦ) μετέωροι
τά
μετέωρα - τῶν μετεώρων - τοῖς μετεώροις - τά μετέωρα - (ὦ) μετέωρα
Ενικός αριθμός (α΄ κλίση)
ἡ ἀγορά
- τῆς ἀγορᾶς - τῇ ἀγορᾷ - τήν ἀγοράν - (ὦ) ἀγορά
Πληθυντικός αριθμός
αἱ ἀγοραί - τῶν ἀγορῶν - ταῖς ἀγοραῖς - τάς ἀγοράς - (ὦ) ἀγοραί
Ενικός αριθμός (β΄ κλίση)
ἡ ἤπειρος - τῆς ἠπείρου - τῇ ἠπείρῳ - τήν ἤπειρον - (ὦ) ἤπειρε
Πληθυντικός αριθμός
αἱ ἤπειροι - τῶν ἠπείρων - ταῖς ἠπείροις - τάς ἠπείρους - (ὦ) ἤπειροι
Ενικός αριθμός (β΄ κλίση)
ὁ
Λακεδαιμόνιος - τοῦ Λακεδαιμονίου - τῷ Λακεδαιμονίῳ - τόν Λακεδαιμόνιον - (ὦ) Λακεδαιμόνιε
Πληθυντικός αριθμός
οἱ Λακεδαιμόνιοι - τῶν Λακεδαιμονίων - τοῖς Λακεδαιμονίοις - τούς Λακεδαιμονίους
- (ὦ) Λακεδαιμόνιοι
Ενικός αριθμός (επίθετο β΄ κλίσης)
ὁ Κορίνθιος - τοῦ Κορινθίου - τῷ Κορινθίῳ - τόν Κορίνθιον - (ὦ) Κορίνθιε
ἡ
Κορινθία - τῆς Κορινθίας - τῇ Κορινθίᾳ - τήν Κορινθίαν - (ὦ) Κορινθία
τό Κορίνθιον - τοῦ Κορινθίου - τῷ Κορινθίῳ - τό Κορίνθιον - (ὦ) Κορίνθιον
Πληθυντικός αριθμός
οἱ Κορίνθιοι - τῶν Κορινθίων - τοῖς Κορινθίοις - τούς Κορινθίους - (ὦ) Κορίνθιοι
αἱ Κορίνθιαι - τῶν Κορινθίων - ταῖς Κορινθίαις - τάς Κορινθίας - (ὦ) Κορίνθιαι
τά Κορίνθια - τῶν Κορινθίων - τοῖς Κορινθίοις - τά Κορίνθια - (ὦ) Κορίνθια
Ενικός αριθμός (β΄ κλίση)
ὁ ὑστεραῖος - τοῦ ὑστεραίου - τῷ ὑστεραίῳ - τόν ὑστεραῖον - (ὦ) ὑστεραῖε
ἡ ὑστεραία - τῆς ὑστεραίας - τῇ ὑστεραίᾳ - τήν ὑστεραίαν - (ὦ) ὑστεραία
τό ὑστεραῖον - τοῦ ὑστεραίου - τῷ ὑστεραίῳ - τό ὑστεραῖον - (ὦ) ὑστεραῖον
Πληθυντικός αριθμός
οἱ ὑστεραῖοι - τῶν ὑστεραίων - τοῖς ὑστεραίοις - τούς ὑστεραίους - (ὦ) ὑστεραῖοι
αἱ ὑστεραῖαι
- τῶν ὑστεραίων - ταῖς ὑστεραίαις - τάς ὑστεραίας - (ὦ) ὑστεραῖαι
τά ὑστεραῖα - τῶν ὑστεραίων - τοῖς ὑστεραίοις - τά ὑστεραῖα - (ὦ) ὑστεραῖα
Ενικός αριθμός (β΄ κλίση)
ὁ ἀγρός
- τοῦ ἀγροῦ - τῷ ἀγρῷ - τόν ἀγρόν - (ὦ) ἀγρέ
Πληθυντικός αριθμός
οἱ ἀγροί - τῶν ἀγρῶν - τοῖς ἀγροῖς - τούς ἀγρούς - (ὦ) ἀγροί
Ενικός αριθμός (β΄ κλίση)
ὁ ὀλίγος
- τοῦ ὀλίγου - τῷ ὀλίγῳ - τόν ὀλίγον - (ὦ) ὀλίγε
ἡ ὀλίγη - τῆς ὀλίγης - τῇ ὀλίγῃ - τήν ὀλίγην - (ὦ) ὀλίγη
τό ὀλίγον - τοῦ ὀλίγου - τῷ ὀλίγῳ - τό ὀλίγον - (ὦ) ὀλίγον
Πληθυντικός αριθμός
οἱ ὀλίγοι - τῶν ὀλίγων - τοῖς ὀλίγοις - τούς ὀλίγους - (ὦ) ὀλίγοι
αἱ ὀλίγαι - τῶν ὀλίγων - ταῖς ὀλίγαις - τάς ὀλίγας - (ὦ) ὀλίγαι
τά ὀλίγα - τῶν ὀλίγων - τοῖς ὀλίγοις - τά ὀλίγα - (ὦ) ὀλίγα
Ενικός αριθμός (β΄ κλίση)
ὁ δοῦλος
- τοῦ δούλου - τῷ δούλῳ - τόν δοῦλον - (ὦ) δοῦλε
Πληθυντικός αριθμός
οἱ δοῦλοι - τῶν δούλων - τοῖς δούλοις - τούς δούλους - (ὦ) δοῦλοι
Ενικός αριθμός (α΄ κλίση)
ἡ ἐλευθερία - τῆς ἐλευθερίας - τῇ ἐλευθερίᾳ - τήν ἐλευθερίαν - (ὦ) ἐλευθερία
Πληθυντικός αριθμός
αἱ ἐλευθερίαι - τῶν ἐλευθεριῶν - ταῖς ἐλευθερίαις - τάς ἐλευθερίας - (ὦ) ἐλευθερίαι
Ενικός αριθμός (α΄ κλίση)
ὁ οἰκέτης
- τοῦ οἰκέτου - τῷ οἰκέτῃ - τόν οἰκέτην - (ὦ) οἰκέτα
Πληθυντικός αριθμός
οἱ οἰκέται - τῶν οἰκετῶν - τοῖς οἰκέταις - τούς οἰκέτας - (ὦ) οἰκέται
Ενικός αριθμός (γ΄ κλίση)
τό
πλῆθος - τοῦ πλήθους - τῷ πλήθει - τό πλῆθος - (ὦ) πλῆθος
Πληθυντικός αριθμός
τά
πλήθη - τῶν πληθῶν - τοῖς πλήθεσι(ν) - τά πλήθη - (ὦ) πλήθη
Ενικός αριθμός (β΄ κλίση)
ὁ ἐπίκουρος - τοῦ ἐπικούρου - τῷ ἐπικούρῳ - τόν ἐπίκουρον - (ὦ) ἐπίκουρε
Πληθυντικός αριθμός
οἱ ἐπίκουροι - τῶν ἐπικούρων - τοῖς ἐπικούροις - τούς ἐπικούρους - (ὦ) ἐπίκουροι
Πληθυντικός αριθμός (β΄ κλίση)
οἱ ὀκτακόσιοι - τῶν ὀκτακοσίων - τοῖς ὀκτακοσίοις - τούς ὀκτακοσίους - (ὦ) ὀκτακόσιοι
αἱ ὀκτακόσιαι - τῶν ὀκτακοσίων - ταῖς ὀκτακοσίαις - τάς ὀκτακοσίας - (ὦ) ὀκτακόσιαι
τά ὀκτακόσια - τῶν ὀκτακοσίων - τοῖς ὀκτακοσίοις - τά ὀκτακόσια - (ὦ) ὀκτακόσια
Ενικός αριθμός (β΄ κλίση)
ὁ ἡ ξύμαχος - τοῦ τῆς ξυμάχου - τῷ τῇ ξυμάχῳ - τὸν τὴν ξύμαχον - (ὦ) ξύμαχε
τό ξύμαχον - τοῦ ξυμάχου - τῷ ξυμάχῳ - τό ξύμαχον - (ὦ) ξύμαχον
Πληθυντικός αριθμός
οἱ αἱ
ξύμαχοι - τῶν ξυμάχων - τοῖς ταῖς ξυμάχοις - τοὺς τὰς ξυμάχους - (ὦ) ξύμαχοι
τά ξύμαχα - τῶν ξυμάχων - τοῖς ξυμάχοις - τά ξύμαχα - (ὦ) ξύμαχα
Πληθυντικός αριθμός (αόριστη επιμεριστική αντωνυμία)
ἀμφότεροι - ἀμφοτέρων - ἀμφοτέροις - ἀμφοτέρους
ἀμφότεραι - ἀμφοτέρων - ἀμφοτέραις - ἀμφοτέρας
ἀμφότερα - ἀμφοτέρων - ἀμφοτέροις - ἀμφότερα
Ενικός αριθμός (αόριστη επιμεριστική αντωνυμία)
ἕτερος - ἑτέρου - ἑτέρῳ - ἕτερον
ἑτέρα - ἑτέρας - ἑτέρᾳ - ἑτέραν
ἕτερον - ἑτέρου - ἑτέρῳ - ἕτερον
Πληθυντικός αριθμός
ἕτεροι - ἑτέρων - ἑτέροις - ἑτέρους
ἕτεραι - ἑτέρων - ἑτέραις - ἑτέρας
ἕτερα - ἑτέρων - ἑτέροις - ἕτερα
Αρσενικό (μετοχή
Αορίστου του δράω-δρῶ)
ὁ δράσας,
τοῦ δράσαντος, τῷ δράσαντι, τόν δράσαντα, ὦ δράσας
οἱ δράσαντες, τῶν δρασάντων, τοῖς δράσασι, τούς δράσαντας, ὦ δράσαντες
Θηλυκό
ἡ δράσασα,
τῆς δρασάσης, τῇ δρασάσῃ, τήν δράσασαν, ὦ δράσασα
αἱ δράσασαι, τῶν δρασασῶν, ταῖς δρασάσαις, τάς δρασάσας, ὦ δράσασαι
Ουδέτερο
τό δρᾶσαν,
τοῦ δράσαντος, τῷ δράσαντι, τό δρᾶσαν, ὦ δρᾶσαν
τά δράσαντα, τῶν δρασάντων, τοῖς δράσασι, τά δράσαντα, ὦ δράσαντα
Αρσενικό (μετοχή Αορίστου του ξυγκαλέω-ξυγκαλῶ)
ὁ
ξυγκαλέσας, τοῦ ξυγκαλέσαντος, τῷ ξυγκαλέσαντι, τόν ξυγκαλέσαντα, ὦ ξυγκαλέσας
οἱ ξυγκαλέσαντες, τῶν ξυγκαλεσάντων, τοῖς ξυγκαλέσασι, τούς ξυγκαλέσαντας, ὦ ξυγκαλέσαντες
Θηλυκό
ἡ
ξυγκαλέσασα, τῆς ξυγκαλεσάσης, τῇ ξυγκαλεσάσῃ, τήν ξυγκαλέσασαν, ὦ ξυγκαλέσασα
αἱ ξυγκαλέσασαι, τῶν ξυγκαλεσασῶν, ταῖς ξυγκαλεσάσαις, τάς ξυγκαλεσάσας, ὦ ξυγκαλέσασαι
Ουδέτερο
τό
ξυγκαλέσαν, τοῦ ξυγκαλέσαντος, τῷ ξυγκαλέσαντι, τό ξυγκαλέσαν, ὦ ξυγκαλέσαν
τά
ξυγκαλέσαντα, τῶν ξυγκαλεσάντων, τοῖς ξυγκαλέσασι, τά ξυγκαλέσαντα, ὦ ξυγκαλέσαντα
Αρσενικό (μετοχή Μέλλοντα του διδάσκω)
ὁ
διδάξων, τοῦ διδάξοντος, τῷ διδάξοντι, τόν διδάξοντα, ὦ διδάξων
οἱ διδάξοντες, τῶν διδαξόντων, τοῖς διδάξουσι, τούς διδάξοντας, ὦ διδάξοντες
Θηλυκό
ἡ
διδάξουσα, τῆς διδαξούσης, τῇ διδαξούσῃ, τήν διδάξουσαν, ὦ διδάξουσα
αἱ διδάξουσαι, τῶν διδαξουσῶν, ταῖς διδαξούσαις, τάς διδαξούσας, ὦ διδάξουσαι
Ουδέτερο
τό
διδάξον, τοῦ διδάξοντος, τῷ διδάξοντι, τό διδάξον, ὦ διδάξον
τά διδάξοντα, τῶν διδαξόντων, τοῖς διδάξουσι, τά διδάξοντα, ὦ διδάξοντα
Αρσενικό (μετοχή Αορίστου Β΄ του ἔρχομαι)
ὁ ἐλθών,
τοῦ ἐλθόντος, τῷ ἐλθόντι, τόν ἐλθόντα, (ὦ) ἐλθών
οἱ ἐλθόντες, τῶν ἐλθόντων, τοῖς ἐλθοῦσι(ν), τούς ἐλθόντας, (ὦ) ἐλθόντες
Θηλυκό
ἡ ἐλθοῦσα, τῆς ἐλθούσης, τῇ ἐλθούσῃ, τήν ἐλθοῦσαν, (ὦ) ἐλθοῦσα
αἱ ἐλθοῦσαι, τῶν ἐλθουσῶν, ταῖς ἐλθούσαις, τάς ἐλθούσας, (ὦ) ἐλθοῦσαι
Ουδέτερο
τό
ἐλθόν, τοῦ ἐλθόντος, τῷ ἐλθόντι, τό ἐλθόν, (ὦ) ἐλθόν
τά ἐλθόντα, τῶν ἐλθόντων, τοῖς ἐλθοῦσι(ν), τά ἐλθόντα, (ὦ) ἐλθόντα
Αρσενικό (μετοχή Ενεστώτα του ἔχω)
ὁ ἔχων,
τοῦ ἔχοντος, τῷ ἔχοντι, τόν ἔχοντα, ὦ ἔχων
οἱ ἔχοντες, τῶν ἐχόντων, τοῖς ἔχουσι, τούς ἔχοντας, ὦ ἔχοντες
Θηλυκό
ἡ ἔχουσα,
τῆς ἐχούσης, τῇ ἐχούσῃ, τήν ἔχουσαν, ὦ ἔχουσα
αἱ ἔχουσαι, τῶν ἐχουσῶν, ταῖς ἐχούσαις, τάς ἐχούσας, ὦ ἔχουσαι
Ουδέτερο
τό
ἔχον, τοῦ ἔχοντος, τῷ ἔχοντι, τό ἔχον, ὦ ἔχον
τά ἔχοντα, τῶν ἐχόντων, τοῖς ἔχουσι, τά ἔχοντα, ὦ ἔχοντα
Αρσενικό (μετοχή Αορίστου Β΄ του ξυλλαμβάνω)
ὁ
ξυλλαβών, τοῦ ξυλλαβόντος, τῷ ξυλλαβόντι, τόν ξυλλαβόντα, ὦ ξυλλαβών
οἱ ξυλλαβόντες, τῶν ξυλλαβόντων, τοῖς ξυλλαβοῦσι, τούς ξυλλαβόντας, ὦ ξυλλαβόντες
Θηλυκό
ἡ
ξυλλαβοῦσα, τῆς ξυλλαβούσης, τῇ ξυλλαβούσῃ, τήν ξυλλαβοῦσαν, ὦ ξυλλαβοῦσα
αἱ ξυλλαβοῦσαι, τῶν ξυλλαβουσῶν, ταῖς ξυλλαβούσαις, τάς ξυλλαβούσας, ὦ ξυλλαβοῦσαι
Ουδέτερο
τό
ξυλλαβόν, τοῦ ξυλλαβόντος, τῷ ξυλλαβόντι, τό ξυλλαβόν, ὦ ξυλλαβόν
τά ξυλλαβόντα, τῶν ξυλλαβόντων, τοῖς ξυλλαβοῦσι, τά ξυλλαβόντα, ὦ ξυλλαβόντα
Αρσενικό (μετοχή Ενεστώτα του νεωτερίζω)
ὁ
νεωτερίζων, τοῦ νεωτερίζοντος, τῷ νεωτερίζοντι, τόν νεωτερίζοντα, ὦ νεωτερίζων
οἱ νεωτερίζοντες, τῶν νεωτεριζόντων, τοῖς νεωτερίζουσι, τούς νεωτερίζοντας, ὦ νεωτερίζοντες
Θηλυκό
ἡ νεωτερίζουσα, τῆς νεωτεριζούσης, τῇ νεωτεριζούσῃ, τήν νεωτερίζουσαν, ὦ νεωτερίζουσα
αἱ νεωτερίζουσαι, τῶν νεωτεριζουσῶν, ταῖς νεωτεριζούσαις, τάς νεωτεριζούσας, ὦ νεωτερίζουσαι
Ουδέτερο
τό
νεωτερίζον, τοῦ νεωτερίζοντος, τῷ νεωτερίζοντι, τό νεωτερίζον, ὦ νεωτερίζον
τά νεωτερίζοντα, τῶν νεωτεριζόντων, τοῖς νεωτερίζουσι, τά νεωτερίζοντα, ὦ νεωτερίζοντα
Αρσενικό (μετοχή Αορίστου Β΄ του ἀφικνέομαι-ἀφικνοῦμαι)
ὁ ἀφικόμενος, τοῦ ἀφικομένου, τῷ ἀφικομένῳ, τόν ἀφικόμενον, ὦ ἀφικόμενε
οἱ ἀφικόμενοι, τῶν ἀφικομένων, τοῖς ἀφικομένοις, τούς ἀφικομένους, ὦ ἀφικόμενοι
Θηλυκό
ἡ ἀφικομένη, τῆς ἀφικομένης, τῇ ἀφικομένῃ, τήν ἀφικομένην, ὦ ἀφικομένη
αἱ ἀφικόμεναι, τῶν ἀφικομένων, ταῖς ἀφικομέναις, τάς ἀφικομένας, ὦ ἀφικόμεναι
Ουδέτερο
τό
ἀφικόμενον, τοῦ ἀφικομένου, τῷ ἀφικομένῳ, τό ἀφικόμενον, ὦ ἀφικόμενον
τά ἀφικόμενα, τῶν ἀφικομένων, τοῖς ἀφικομένοις, τά ἀφικόμενα, ὦ ἀφικόμενα
Αρσενικό (μετοχή παθητικού Αορίστου του
ξυλλέγομαι)
ὁ
ξυλλεγείς, τοῦ ξυλλεγέντος, τῷ ξυλλεγέντι, τόν ξυλλεγέντα, ὦ ξυλλεγείς
οἱ ξυλλεγέντες, τῶν ξυλλεγέντων, τοῖς ξυλλεγεῖσι, τούς ξυλλεγέντας, ὦ ξυλλεγέντες
Θηλυκό
ἡ
ξυλλεγεῖσα, τῆς ξυλλεγείσης, τῇ ξυλλεγείσῃ, τήν ξυλλεγεῖσαν, ὦ ξυλλεγεῖσα
αἱ ξυλλεγεῖσαι, τῶν ξυλλεγεισῶν, ταῖς ξυλλεγείσαις, τάς ξυλλεγείσας, ὦ ξυλλεγεῖσαι
Ουδέτερο
τό
ξυλλεγέν, τοῦ ξυλλεγέντος, τῷ ξυλλεγέντι, τό ξυλλεγέν, ὦ ξυλλεγέν
τά ξυλλεγέντα, τῶν ξυλλεγέντων, τοῖς ξυλλεγεῖσι, τά ξυλλεγέντα, ὦ ξυλλεγέντα
Αρσενικό (μετοχή Ενεστώτα του μάχομαι)
ὁ
μαχόμενος, τοῦ μαχομένου, τῷ μαχομένῳ, τόν μαχόμενον, ὦ μαχόμενε
οἱ μαχόμενοι, τῶν μαχομένων, τοῖς μαχομένοις, τούς μαχομένους, ὦ μαχόμενοι
Θηλυκό
ἡ
μαχομένη, τῆς μαχομένης, τῇ μαχομένῃ, τήν μαχομένην, ὦ μαχομένη
αἱ μαχόμεναι, τῶν μαχομένων, ταῖς μαχομέναις, τάς μαχομένας, ὦ μαχόμεναι
Ουδέτερο
τό
μαχόμενον, τοῦ μαχομένου, τῷ μαχομένῳ, τό μαχόμενον, ὦ μαχόμενον
τά μαχόμενα, τῶν μαχομένων, τοῖς μαχομένοις, τά μαχόμενα, ὦ μαχόμενα
Αρσενικό (μετοχή Ενεστώτα του παρακαλέω-παρακαλῶ)
ὁ
παρακαλῶν, τοῦ παρακαλοῦντος, τῷ παρακαλοῦντι, τόν παρακαλοῦντα, ὦ παρακαλῶν
οἱ παρακαλοῦντες, τῶν παρακαλούντων, τοῖς παρακαλοῦσι, τούς παρακαλοῦντας, ὦ παρακαλοῦντες
Θηλυκό
ἡ
παρακαλοῦσα, τῆς παρακαλούσης, τῇ παρακαλούσῃ, τήν παρακαλοῦσαν, ὦ παρακαλοῦσα
αἱ παρακαλοῦσαι, τῶν παρακαλουσῶν, ταῖς παρακαλούσαις, τάς παρακαλούσας, ὦ παρακαλοῦσαι
Ουδέτερο
τό
παρακαλοῦν, τοῦ παρακαλοῦντος, τῷ παρακαλοῦντι, τό παρακαλοῦν, ὦ παρακαλοῦν
τά παρακαλοῦντα, τῶν παρακαλούντων, τοῖς παρακαλοῦσι, τά παρακαλοῦντα, ὦ παρακαλοῦντα
Αρσενικό (μετοχή Ενεστώτα του ὑπισχνέομαι-ὑπισχνοῦμαι)
ὁ ὑπισχνούμενος, τοῦ ὑπισχνουμένου, τῷ ὑπισχνουμένῳ, τόν ὑπισχνούμενον, ὦ ὑπισχνούμενε
οἱ ὑπισχνούμενοι, τῶν ὑπισχνουμένων, τοῖς ὑπισχνουμένοις, τούς ὑπισχνουμένους, ὦ ὑπισχνούμενοι
Θηλυκό
ἡ ὑπισχνουμένη, τῆς ὑπισχνουμένης, τῇ ὑπισχνουμένῃ, τήν ὑπισχνουμένην, ὦ ὑπισχνουμένη
αἱ ὑπισχνούμεναι, τῶν ὑπισχνουμένων, ταῖς ὑπισχνουμέναις, τάς ὑπισχνουμένας, ὦ ὑπισχνούμεναι
Ουδέτερο
τό
ὑπισχνούμενον, τοῦ ὑπισχνουμένου, τῷ ὑπισχνουμένῳ, τό ὑπισχνούμενον, ὦ ὑπισχνούμενον
τά ὑπισχνούμενα, τῶν ὑπισχνουμένων, τοῖς ὑπισχνουμένοις, τά ὑπισχνούμενα, ὦ ὑπισχνούμενα
Αρσενικό (μετοχή Παρακειμένου του καταφεύγω)
ὁ
καταπεφευγώς, τοῦ καταπεφευγότος, τῷ καταπεφευγότι, τόν καταπεφευγότα, ὦ καταπεφευγώς
οἱ καταπεφευγότες, τῶν καταπεφευγότων, τοῖς καταπεφευγόσι, τούς καταπεφευγότας, ὦ καταπεφευγότες
Θηλυκό
ἡ
καταπεφευγυῖα, τῆς καταπεφευγυίας, τῇ καταπεφευγυίᾳ, τήν καταπεφευγυῖαν, ὦ καταπεφευγυῖα
αἱ καταπεφευγυῖαι, τῶν καταπεφευγυιῶν, ταῖς καταπεφευγυίαις, τάς καταπεφευγυίας, ὦ καταπεφευγυῖαι
Ουδέτερο
τό
καταπεφευγός, τοῦ καταπεφευγότος, τῷ καταπεφευγότι, τό καταπεφευγός, ὦ καταπεφευγός
τά καταπεφευγότα, τῶν καταπεφευγότων, τοῖς καταπεφευγόσι, τά καταπεφευγότα, ὦ καταπεφευγότα
Αρσενικό (μετοχή Μέλλοντα του πείθω)
ὁ πείσων, τοῦ πείσοντος, τῷ πείσοντι, τόν πείσοντα, ὦ πείσων
οἱ πείσοντες, τῶν πεισόντων, τοῖς πείσουσι, τούς πείσοντας, ὦ πείσοντες
Θηλυκό
ἡ πείσουσα, τῆς πεισούσης, τῇ πεισούσῃ, τήν πείσουσαν, ὦ πείσουσα
αἱ πείσουσαι, τῶν πεισουσῶν, ταῖς πεισούσαις, τάς πεισούσας, ὦ πείσουσαι
Ουδέτερο
τό
πεῖσον, τοῦ πείσοντος, τῷ πείσοντι, τό πεῖσον, ὦ πεῖσον
τά πείσοντα, τῶν πεισόντων, τοῖς πείσουσι, τά πείσοντα, ὦ πείσοντα
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου