Jacky Gerritsen
Αρχαία Ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀνιάω / ἀνιῶ»
[ἀνιῶ = λυπώ, στενοχωρώ]
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ἀνιῶ, ἀνιᾷς, ἀνιᾷ, ἀνιῶμεν, ἀνιᾶτε, ἀνιῶσι(ν)
Υποτακτική
ἀνιῶ, ἀνιᾷς, ἀνιᾷ, ἀνιῶμεν, ἀνιᾶτε, ἀνιῶσι(ν)
Ευκτική
ἀνιῷμι, ἀνιῷς, ἀνιῷ ή ἀνιῴην, ἀνιῴης, ἀνιῴη, ἀνιῷμεν, ἀνιῷτε, ἀνιῷεν
Προστακτική
---, ἀνία, ἀνιάτω, ---, ἀνιᾶτε, ἀνιώντων ή ἀνιάτωσαν
Απαρέμφατο
ἀνιᾶν
Μετοχή
ἀνιῶν, ἀνιῶσα, ἀνιῶν
Παρατατικός
ἠνίων, ἠνίας, ἠνία, ἠνιῶμεν, ἠνιιᾶτε, ἠνίων
Μέλλοντας
Οριστική
ἀνιάσω, ἀνιάσεις, ἀνιάσει, ἀνιάσομεν, ἀνιάσετε, ἀνιάσουσι(ν)
Ευκτική
ἀνιάσοιμι, ἀνιάσοις, ἀνιάσοι, ἀνιάσοιμεν, ἀνιάσοιτε, ἀνιάσοιεν
Απαρέμφατο
ἀνιάσειν
Μετοχή
ἀνιάσων, ἀνιάσουσα, ἀνιᾶσον
Αόριστος
Οριστική
ἠνίασα, ἠνίασας, ἠνίασε(ν), ἠνιάσαμεν, ἠνιάσατε, ἠνίασαν
Υποτακτική
ἀνιάσω, ἀνιάσῃς, ἀνιάσῃ, ἀνιάσωμεν, ἀνιάσητε, ἀνιάσωσι(ν)
Ευκτική
ἀνιάσαιμι, ἀνιάσαις ή ἀνιάσειας, ἀνιάσαι ή ἀνιάσειε(ν), ἀνιάσαιμεν, ἀνιάσαιτε, ἀνιάσαιεν ή ἀνιάσειαν
Προστακτική
---, ἀνίασον, ἀνιασάτω, ---, ἀνιάσατε, ἀνιασάντων (ή ἀνιασάτωσαν)
Απαρέμφατο
ἀνιᾶσαι
Μετοχή
ἀνιάσας, ἀνιάσασα, ἀνιᾶσαν
Μέση
φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ἀνιῶμαι, ἀνιᾷ, ἀνιᾶται, ἀνιώμεθα, ἀνιᾶσθε, ἀνιῶνται
Υποτακτική
ἀνιῶμαι, ἀνιᾷ, ἀνιᾶται, ἀνιώμεθα, ἀνιᾶσθε, ἀνιῶνται
Ευκτική
ἀνιῴμην, ἀνιῷο, ἀνιῷτο, ἀνιῴμεθα, ἀνιῷσθε, ἀνιῷντο
Προστακτική
--- ἀνιῶ, ἀνιάσθω, --- ἀνιᾶσθε, ἀνιάσθων ή ἀνιάσθωσαν
Απαρέμφατο
ἀνιᾶσθαι
Μετοχή
ἀνιώμενος, ἀνιωμένη, ἀνιώμενον
Παρατατικός
ἠνιώμην, ἠνιῶ, ἠνιᾶτο, ἠνιώμεθα, ἠνιᾶσθε, ἠνιῶντο
Μέλλοντας
Οριστική
ἀνιάσομαι, ἀνιάσῃ ή ἀνιάσει, ἀνιάσεται, ἀνιασόμεθα, ἀνιάσεσθε, ἀνιάσονται
Ευκτική
ἀνιασοίμην, ἀνιάσοιο, ἀνιάσοιτο, ἀνιασοίμεθα, ἀνιάσοισθε, ἀνιάσοιντο
Απαρέμφατο
ἀνιάσεσθαι
Μετοχή
ἀνιασόμενος
ἀνιασομένη
ἀνιασόμενον
Παθητικός
Αόριστος
Οριστική
ἠνιάθην, ἠνιάθης, ἠνιάθη, ἠνιάθημεν, ἠνιάθητε, ἠνιάθησαν
Υποτακτική
ἀνιαθῶ, ἀνιαθῇς, ἀνιαθῇ, ἀνιαθῶμεν, ἀνιαθῆτε, ἀνιαθῶσι(ν)
Ευκτική
ἀνιαθείην, ἀνιαθείης, ἀνιαθείη, ἀνιαθείημεν ή ἀνιαθεῖμεν, ἀνιαθείητε ή ἀνιαθεῖτε, ἀνιαθείησαν ή ἀνιαθεῖεν
Προστακτική
---, ἀνιάθητι, ἀνιαθήτω, ---, ἀνιάθητε, ἀνιαθέντων ή ἀνιαθήτωσαν
Απαρέμφατο
ἀνιαθῆναι
Μετοχή
ἀνιαθείς
ἀνιαθεῖσα
ἀνιαθέν
Αρχαία Ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀνιάω / ἀνιῶ»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ἀνιῶ, ἀνιᾷς, ἀνιᾷ, ἀνιῶμεν, ἀνιᾶτε, ἀνιῶσι(ν)
ἀνιῶ, ἀνιᾷς, ἀνιᾷ, ἀνιῶμεν, ἀνιᾶτε, ἀνιῶσι(ν)
ἀνιῷμι, ἀνιῷς, ἀνιῷ ή ἀνιῴην, ἀνιῴης, ἀνιῴη, ἀνιῷμεν, ἀνιῷτε, ἀνιῷεν
---, ἀνία, ἀνιάτω, ---, ἀνιᾶτε, ἀνιώντων ή ἀνιάτωσαν
ἀνιᾶν
ἀνιῶν, ἀνιῶσα, ἀνιῶν
Παρατατικός
ἠνίων, ἠνίας, ἠνία, ἠνιῶμεν, ἠνιιᾶτε, ἠνίων
Οριστική
ἀνιάσω, ἀνιάσεις, ἀνιάσει, ἀνιάσομεν, ἀνιάσετε, ἀνιάσουσι(ν)
ἀνιάσοιμι, ἀνιάσοις, ἀνιάσοι, ἀνιάσοιμεν, ἀνιάσοιτε, ἀνιάσοιεν
ἀνιάσειν
ἀνιάσων, ἀνιάσουσα, ἀνιᾶσον
Αόριστος
Οριστική
ἠνίασα, ἠνίασας, ἠνίασε(ν), ἠνιάσαμεν, ἠνιάσατε, ἠνίασαν
ἀνιάσω, ἀνιάσῃς, ἀνιάσῃ, ἀνιάσωμεν, ἀνιάσητε, ἀνιάσωσι(ν)
ἀνιάσαιμι, ἀνιάσαις ή ἀνιάσειας, ἀνιάσαι ή ἀνιάσειε(ν), ἀνιάσαιμεν, ἀνιάσαιτε, ἀνιάσαιεν ή ἀνιάσειαν
---, ἀνίασον, ἀνιασάτω, ---, ἀνιάσατε, ἀνιασάντων (ή ἀνιασάτωσαν)
ἀνιᾶσαι
ἀνιάσας, ἀνιάσασα, ἀνιᾶσαν
Ενεστώτας
Οριστική
ἀνιῶμαι, ἀνιᾷ, ἀνιᾶται, ἀνιώμεθα, ἀνιᾶσθε, ἀνιῶνται
ἀνιῶμαι, ἀνιᾷ, ἀνιᾶται, ἀνιώμεθα, ἀνιᾶσθε, ἀνιῶνται
ἀνιῴμην, ἀνιῷο, ἀνιῷτο, ἀνιῴμεθα, ἀνιῷσθε, ἀνιῷντο
--- ἀνιῶ, ἀνιάσθω, --- ἀνιᾶσθε, ἀνιάσθων ή ἀνιάσθωσαν
ἀνιᾶσθαι
ἀνιώμενος, ἀνιωμένη, ἀνιώμενον
Παρατατικός
ἠνιώμην, ἠνιῶ, ἠνιᾶτο, ἠνιώμεθα, ἠνιᾶσθε, ἠνιῶντο
Μέλλοντας
Οριστική
ἀνιάσομαι, ἀνιάσῃ ή ἀνιάσει, ἀνιάσεται, ἀνιασόμεθα, ἀνιάσεσθε, ἀνιάσονται
ἀνιασοίμην, ἀνιάσοιο, ἀνιάσοιτο, ἀνιασοίμεθα, ἀνιάσοισθε, ἀνιάσοιντο
ἀνιάσεσθαι
ἀνιασόμενος
Οριστική
ἠνιάθην, ἠνιάθης, ἠνιάθη, ἠνιάθημεν, ἠνιάθητε, ἠνιάθησαν
ἀνιαθῶ, ἀνιαθῇς, ἀνιαθῇ, ἀνιαθῶμεν, ἀνιαθῆτε, ἀνιαθῶσι(ν)
ἀνιαθείην, ἀνιαθείης, ἀνιαθείη, ἀνιαθείημεν ή ἀνιαθεῖμεν, ἀνιαθείητε ή ἀνιαθεῖτε, ἀνιαθείησαν ή ἀνιαθεῖεν
---, ἀνιάθητι, ἀνιαθήτω, ---, ἀνιάθητε, ἀνιαθέντων ή ἀνιαθήτωσαν
ἀνιαθῆναι
ἀνιαθείς
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου