Ali Rismanchi
Νίκος Καββαδίας «Kuro Siwo»
δύσκολες βάρδιες*, κακός ύπνος και μαλάρια*.
Είναι παράξενα της Ίντιας τα φανάρια
και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε, με το πρώτο.
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια
που σου ‘πανε μιαν κούφια ώρα στην Αθήνα.
χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,
κι ο λόγος της μες στο μυαλό σου να σφυρίζει,
«ο μπούσουλας* είναι που στρέφει ή το καράβι;»
Σκατζάρισες*, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.
Απόψε ψόφησαν οι δυο μου παπαγάλοι
κι ο πίθηκος που ‘χα με κούραση γυμνάσει*.
Μας έσφιξε το Kuro Siwo* σα μια ζώνη
κι εσύ κοιτάς ακόμη πάνω απ’ το τιμόνι,
πώς παίζει ο μπούσουλας καρτίνι* με καρτίνι.
*ναύλος:
μισθωμένο δρομολόγιο
*βάρδιες: υπηρεσίες που εκτελούνται με εναλλαγή των εργαζομένων
*μαλάρια: είδος μεσογειακού πυρετού
*κατράμι: πίσσα
*μπούσουλας: ναυτική πυξίδα
*μπατάρισε ο καιρός: άλλαξε
*σκατζάρω: αλλάζω βάρδια
*γυμνάζω: εκπαιδεύω
*λαμαρίνα: σίδερο
*Kuro Siwo: θερμό θαλάσσιο ρεύμα του Βόρειου Ειρηνικού Ωκεανού
*καρτίνι: ναυτικός όρος, το τέταρτο του ρόμβου
«Πρώτο
ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο
δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια.
Είναι παράξενα της Ίντιας τα φανάρια
και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε, με το πρώτο.»
Το
πρώτο ταξίδι που καλείται να κάνει ο ποιητής-ναυτικός είναι η μεταφορά
εμπορευμάτων στις περιοχές του Νότου, με απώτερο προορισμό τη Νότια Κίνα. Τα
ταξίδια των ναυτικών που εργάζονται σε εμπορικά καράβια καθορίζονται συχνά από
τις ανάγκες της εταιρίας που μισθώνει το καράβι. Έτσι, για τον ποιητή το πρώτο
του ταξίδι έχει προορισμό τον Ειρηνικό Ωκεανό, σε περιοχές και κλίματα που του
είναι άγνωστα και ανοίκεια.
Πολλά είναι εκείνα τα στοιχεία που καθιστούν δύσκολο το ταξίδι του ναυτικού∙ οι βάρδιες είναι δύσκολες, εφόσον καλείται να ξαγρυπνά και να βρίσκεται σε πλήρη επαγρύπνηση, καθώς, όπως λένε οι παλαιότεροι ναυτικοί, οι φάροι στην περιοχή της Ινδίας δεν γίνονται άμεσα αντιληπτοί. Οι φάροι είναι δηλωτικοί της ύπαρξης τμημάτων στεριάς που πρέπει το καράβι να αποφύγει, οπότε η ευθύνη του ναυτικού που έχει βάρδια είναι σημαντική. Ωστόσο, οι βάρδιες αυτές γίνονται ακόμη πιο δύσκολες, αν ληφθεί υπόψη πως ο ναυτικός κοιμάται ελάχιστα κι έχει συχνά να παλέψει με ασθένειες, όπως είναι η ελονοσία και τα επώδυνα συμπτώματά της.
«Πέρ’
απ’ τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα,
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια
που σου ‘πανε μιαν κούφια ώρα στην Αθήνα.»
Περνώντας
τη γέφυρα του Αδάμ, μια περιοχή με αβαθή νερά και τα υπολείμματα ενός ισθμού
που εκτείνεται μέχρι τη Σρι Λάνκα -στο βορειότερο σημείο της Ινδικής
χερσονήσου- το καράβι φτάνει στη Νότια Κίνα, όπου έχει να παραλάβει
εμπορεύματα. Εκεί ο ποιητής βοηθάει στη διαδικασία παραλαβής μεταφέροντας
χιλιάδες τσουβάλια με σόγια, χωρίς αυτή η κοπιώδης χειρωνακτική εργασία να
αποτρέπει τη σκέψη του απ’ όσα τον απασχολούν σε προσωπικό επίπεδο. Παρά την
ταλαιπωρία δεν ξεχνά ούτε μια στιγμή τα λόγια που του είπαν μια «κούφια», μια
οδυνηρή στιγμή στην Αθήνα. Ο ποιητής αισθάνεται πληγωμένος, διότι κάποιο άτομο
ενδεχομένως αμφισβήτησε την ορθότητα της επιλογής του να αφοσιωθεί στη δύσκολη
ζωή του ναυτικού. Αν και δεν δηλώνει με σαφήνεια τι ήταν αυτό που τον ενόχλησε
τόσο, σίγουρα πρόκειται για κάτι που τον έθιξε σε προσωπικό επίπεδο, καθώς σε
άλλη περίπτωση θα το ξεπερνούσε εύκολα. Ίσως κάποιο άτομο που ο ίδιος εκτιμούσε
πολύ απαξίωσε τις επιλογές του κι αυτό πλήγωσε βαθιά τον ποιητή.
Έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο ποιητής απευθύνεται σε β΄ ενικό πρόσωπο στον εαυτό του, αισθητοποιώντας έτσι το αίσθημα μοναξιάς των ναυτικών, οι οποίοι, αν και έχουν γύρω τους πολλούς συνεργάτες, νιώθουν μόνοι, αφού είναι μακριά από τους δικούς τους ανθρώπους. Μας μεταφέρει με αυτό τον τρόπο τις εσωτερικές του σκέψεις και φανερώνει την αδυναμία του να ξεχαστεί μέσω της εργασίας του, μιας και τις περισσότερες στιγμές είναι αναγκασμένος να σκέφτεται και να μηρυκάζει τα όσα συνέβησαν όταν βρισκόταν στην πατρίδα του με τους ανθρώπους του, αφού δεν έχει κάποια άλλη ουσιαστική ανθρώπινη επαφή που θα του επέτρεπε να αφήσει πίσω του το παρελθόν.
Στα
νύχια μπαίνει το κατράμι και τ’ ανάβει,
χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,
κι ο λόγος της μες στο μυαλό σου να σφυρίζει,
«ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι;»
Ο
ποιητής καταγράφει πρόσθετες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι ναυτικοί, όπως
είναι το γεγονός ότι το κατράμι που χρησιμοποιούν για τη στεγανοποίηση του
πλοίου μπαίνει μέσα στα νύχια των ναυτικών και προκαλεί ένα έντονο αίσθημα
καψίματος. Αντιστοίχως, το ψαρόλαδο που χρησιμοποιούσαν για να λιπάνουν τα
διάφορα σύρματα έχει μια έντονα δυσάρεστη μυρωδιά, η οποία ποτίζει τα ρούχα των
ναυτικών και διαρκεί για χρόνια.
Την ίδια στιγμή, βέβαια, μαζί με όλες τις άλλες δυσκολίες ο ποιητής έρχεται διαρκώς αντιμέτωπος με τον πόνο που του προκάλεσαν τα λόγια της αγαπημένης γυναίκας, που έχει αφήσει πίσω στην πατρίδα. Λόγια ίσως ενός πικρού αποχαιρετισμού ή χωρισμού∙ η αγαπημένη γυναίκα προφανώς δυσαρεστήθηκε με την επιλογή του να γίνει ναυτικός και θέλησε να τον φέρει αντιμέτωπο με το δίλημμα αν θα επιλέξει εκείνη ή τη θάλασσα. Με δίλημμα μοιάζουν, άλλωστε, και τα λόγια του ποιητή που καταγράφονται σε ευθύ λόγο: είναι άραγε η πυξίδα που κινεί τη βελόνα μόνη της ή είναι το καράβι που έχει αλλάξει κατεύθυνση. Μέσα στην απεραντοσύνη της θάλασσας είναι συχνά δύσκολο για τον ποιητή να καταλάβει αν το καράβι κινείται ή αν παραμένει στάσιμο. Στο δίλημμα αυτό, ωστόσο, μπορούμε πιθανώς να ανιχνεύσουμε μια μεταφορική αναλογία σχετικά με το ερώτημα της αγαπημένης γυναίκας∙ ήταν η επιλογή του ποιητή να γίνει ναυτικός μια εσωτερική ανάγκη -τον οδήγησε εκεί μια δική του επιθυμία- ή μια πραγματική οικονομική ανάγκη, την οποία δεν μπορούσε να αποφύγει; Είχε, άρα, εκείνος την ευθύνη της επιλογής -και μπορούσε, επομένως, να την αλλάξει- ή οδηγήθηκε στα καράβια χωρίς να μπορεί να κάνει κάτι διαφορετικό;
Νωρίς
μπατάρισε ο καιρός κι έχει χαλάσει.
Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.
Απόψε ψόφησαν οι δυο μου παπαγάλοι
κι ο πίθηκος που ‘χα με κούραση γυμνάσει.
Η
συναισθηματική κατάσταση του ποιητή συνομιλεί, υπό μία έννοια, με τις καιρικές
συνθήκες. Η πρόωρη επιδείνωση του καιρού με το έντονο κρύο και τις βροχές
καθρεφτίζει την εσωτερική του θλίψη. Στο καράβι του αναθέτουν καλύτερη βάρδια,
λιγότερο πιεστική, αλλά ο ίδιος έχει πρόσθετους λόγους για να αισθάνεται
στενοχωρημένος. Τη μέρα εκείνη έχασε τα ζώα που του κρατούσαν συντροφιά∙ οι δύο
παπαγάλοι του κι ένας πίθηκος, τον οποίο είχε εκπαιδεύσει με πολύ κόπο, πέθαναν
την ίδια μέρα, αφήνοντάς τον να αισθάνεται ακόμη πιο μόνος. Η απουσία επαφής με
τους δικούς του ανθρώπους, όπως και ο πόνος για τον πικρό αποχωρισμό από την
αγαπημένη του, δημιουργούν ένα ασφυκτικό κλίμα μοναξιάς για τον ποιητή, το
οποίο με δυσκολία κατορθώνει να το διαχειριστεί.
Η
λαμαρίνα!… η λαμαρίνα όλα τα σβήνει.
Μας έσφιξε το Kuro Siwo σα μια ζώνη
κι εσύ κοιτάς ακόμη πάνω απ’ το τιμόνι,
πώς παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι.
Το
αίσθημα μοναξιάς και απομόνωσης που κυριαρχεί σε όλο το ποίημα οδηγείται πλέον
στην κορύφωσή του, με τον ποιητή να αναφωνεί πως η λαμαρίνα -το σίδερο του
πλοίου- σβήνει καθετί γύρω του, κρατώντας τον περιορισμένο, αν όχι φυλακισμένο,
μέσα στα ασφυκτικά όρια του καραβιού. Με τη χρήση του θαυμαστικού και των
αποσιωπητικών ο ποιητής τονίζει το γεγονός πως όλος του ο κόσμος έχει γίνει πια
η λαμαρίνα του καραβιού. Το αίσθημα εγκλωβισμού, μάλιστα, επιτείνεται στους καταληκτικούς
στίχους από τη διαπίστωση πως το καράβι έχει τεθεί υπό τον έλεγχο του Kuro
Siwo, του θερμού αυτού ρεύματος στον Ειρηνικό Ωκεανό, το οποίο έχει «σφιχτεί»
γύρω από το καράβι σαν μια ζώνη. Ο ποιητής συνειδητοποιεί σε όλη τους την
έκταση τις συνέπειες της επιλογής του να γίνει ναυτικός και να εγκαταλείψει τη
ζωή του στην Ελλάδα. Τη στιγμή που βρίσκεται στον Ειρηνικό Ωκεανό, με το πλοίο
να είναι έρμαιο ενός θαλάσσιου ρεύματος, εκείνος αντιλαμβάνεται το πόσο μάταιο
είναι να ελέγχει διαρκώς τις μικρές μετατοπίσεις της πυξίδας, καθώς ό,τι κι αν
δείχνει η πυξίδα εκείνος δεν παύει να βρίσκεται χιλιάδες μίλια μακριά από την
πατρίδα του, μόνος, απομονωμένος και βαθιά θλιμμένος.
Όσο κι αν η επιλογή του να μπει στα καράβια υπήρξε δική του και αποτέλεσε -πιθανώς- την εκπλήρωση ενός ονείρου, αυτό δεν σημαίνει πως δεν έχει ένα ιδιαίτερα βαρύ τίμημα. Οι αντιρρήσεις, άρα, της αγαπημένης γυναίκας βρίσκουν τη δικαίωσή τους, αφού ό,τι κυρίως χαρακτηρίζει πλέον τη ζωή του ποιητή είναι η μοναξιά και η επιβεβλημένη απόσταση από την πατρίδα του.
*βάρδιες: υπηρεσίες που εκτελούνται με εναλλαγή των εργαζομένων
*μαλάρια: είδος μεσογειακού πυρετού
*κατράμι: πίσσα
*μπούσουλας: ναυτική πυξίδα
*μπατάρισε ο καιρός: άλλαξε
*σκατζάρω: αλλάζω βάρδια
*γυμνάζω: εκπαιδεύω
*λαμαρίνα: σίδερο
*Kuro Siwo: θερμό θαλάσσιο ρεύμα του Βόρειου Ειρηνικού Ωκεανού
*καρτίνι: ναυτικός όρος, το τέταρτο του ρόμβου
δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια.
Είναι παράξενα της Ίντιας τα φανάρια
και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε, με το πρώτο.»
Πολλά είναι εκείνα τα στοιχεία που καθιστούν δύσκολο το ταξίδι του ναυτικού∙ οι βάρδιες είναι δύσκολες, εφόσον καλείται να ξαγρυπνά και να βρίσκεται σε πλήρη επαγρύπνηση, καθώς, όπως λένε οι παλαιότεροι ναυτικοί, οι φάροι στην περιοχή της Ινδίας δεν γίνονται άμεσα αντιληπτοί. Οι φάροι είναι δηλωτικοί της ύπαρξης τμημάτων στεριάς που πρέπει το καράβι να αποφύγει, οπότε η ευθύνη του ναυτικού που έχει βάρδια είναι σημαντική. Ωστόσο, οι βάρδιες αυτές γίνονται ακόμη πιο δύσκολες, αν ληφθεί υπόψη πως ο ναυτικός κοιμάται ελάχιστα κι έχει συχνά να παλέψει με ασθένειες, όπως είναι η ελονοσία και τα επώδυνα συμπτώματά της.
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια
που σου ‘πανε μιαν κούφια ώρα στην Αθήνα.»
Έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο ποιητής απευθύνεται σε β΄ ενικό πρόσωπο στον εαυτό του, αισθητοποιώντας έτσι το αίσθημα μοναξιάς των ναυτικών, οι οποίοι, αν και έχουν γύρω τους πολλούς συνεργάτες, νιώθουν μόνοι, αφού είναι μακριά από τους δικούς τους ανθρώπους. Μας μεταφέρει με αυτό τον τρόπο τις εσωτερικές του σκέψεις και φανερώνει την αδυναμία του να ξεχαστεί μέσω της εργασίας του, μιας και τις περισσότερες στιγμές είναι αναγκασμένος να σκέφτεται και να μηρυκάζει τα όσα συνέβησαν όταν βρισκόταν στην πατρίδα του με τους ανθρώπους του, αφού δεν έχει κάποια άλλη ουσιαστική ανθρώπινη επαφή που θα του επέτρεπε να αφήσει πίσω του το παρελθόν.
χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,
κι ο λόγος της μες στο μυαλό σου να σφυρίζει,
«ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι;»
Την ίδια στιγμή, βέβαια, μαζί με όλες τις άλλες δυσκολίες ο ποιητής έρχεται διαρκώς αντιμέτωπος με τον πόνο που του προκάλεσαν τα λόγια της αγαπημένης γυναίκας, που έχει αφήσει πίσω στην πατρίδα. Λόγια ίσως ενός πικρού αποχαιρετισμού ή χωρισμού∙ η αγαπημένη γυναίκα προφανώς δυσαρεστήθηκε με την επιλογή του να γίνει ναυτικός και θέλησε να τον φέρει αντιμέτωπο με το δίλημμα αν θα επιλέξει εκείνη ή τη θάλασσα. Με δίλημμα μοιάζουν, άλλωστε, και τα λόγια του ποιητή που καταγράφονται σε ευθύ λόγο: είναι άραγε η πυξίδα που κινεί τη βελόνα μόνη της ή είναι το καράβι που έχει αλλάξει κατεύθυνση. Μέσα στην απεραντοσύνη της θάλασσας είναι συχνά δύσκολο για τον ποιητή να καταλάβει αν το καράβι κινείται ή αν παραμένει στάσιμο. Στο δίλημμα αυτό, ωστόσο, μπορούμε πιθανώς να ανιχνεύσουμε μια μεταφορική αναλογία σχετικά με το ερώτημα της αγαπημένης γυναίκας∙ ήταν η επιλογή του ποιητή να γίνει ναυτικός μια εσωτερική ανάγκη -τον οδήγησε εκεί μια δική του επιθυμία- ή μια πραγματική οικονομική ανάγκη, την οποία δεν μπορούσε να αποφύγει; Είχε, άρα, εκείνος την ευθύνη της επιλογής -και μπορούσε, επομένως, να την αλλάξει- ή οδηγήθηκε στα καράβια χωρίς να μπορεί να κάνει κάτι διαφορετικό;
Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.
Απόψε ψόφησαν οι δυο μου παπαγάλοι
κι ο πίθηκος που ‘χα με κούραση γυμνάσει.
Μας έσφιξε το Kuro Siwo σα μια ζώνη
κι εσύ κοιτάς ακόμη πάνω απ’ το τιμόνι,
πώς παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι.
Όσο κι αν η επιλογή του να μπει στα καράβια υπήρξε δική του και αποτέλεσε -πιθανώς- την εκπλήρωση ενός ονείρου, αυτό δεν σημαίνει πως δεν έχει ένα ιδιαίτερα βαρύ τίμημα. Οι αντιρρήσεις, άρα, της αγαπημένης γυναίκας βρίσκουν τη δικαίωσή τους, αφού ό,τι κυρίως χαρακτηρίζει πλέον τη ζωή του ποιητή είναι η μοναξιά και η επιβεβλημένη απόσταση από την πατρίδα του.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου